- αδιόρθωτος
- incorrigible
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀδιόρθωτος — not corrected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο 1. αυτός που δε διορθώθηκε: Είχε αφήσει αδιόρθωτα πολλά λάθη. 2. αυτός που δε διορθώνεται, δε συνετίζεται: Μ όλα τα παθήματά του έμεινε αδιόρθωτος. 3. αταχτοποίητος, άφτιαχτος: Τον παρακάλεσε να μην αφήσει την κλειδαριά αδιόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιορθώτως — ἀδιόρθωτος not corrected adverbial ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόρθωτον — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc sg ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτοις — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτου — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτους — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτων — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτῳ — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόρθωτα — ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)